- παραστατικός
- -ή, -ό / παραστατικός, -ή, -όν, ΝΑ [παραστάτης]νεοελλ.1. αυτός που αναφέρεται στην παράσταση ή που έχει γίνει με τη βοήθεια προϋπαρχουσών παραστάσεων («παραστατική διδασκαλία»)2. αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να παριστάνει, να εκφράζει κάτι με ακρίβεια και ζωντάνια («παραστατική περιγραφή»)3. μαθημ. «παραστατική γεωμετρία» — κλάδος τής γεωμετρίας που εξετάζει τις ιδιότητες ενός σχήματος τού χώρου μελετώντας τις ιδιότητες τής παράστασης του σε ένα ή περισσότερα επίπεδα4. το ουδ. ως ουσ. το παραστατικό(παλαιότερος όρος) το μέρος τής ψυχολογίας που ερευνά τις παραστάσειςαρχ.1. αυτός που είναι κατάλληλος να σταθεί κοντά σε ένα άλλο πρόσωπο2. ο ικανός να παραστήσει, να απεικονίσει κάτι ενώπιον άλλου3. αυτός που φανερώνει κάτι, αποκαλυπτικός4. ενδεικτικός5. αποδεικτικός, επαληθευτικός6. αυτός που μπορεί να προκαλέσει, να διεγείρει7. αυτός που προκαλεί διάθεση, ροπή, τάση για κάτι8. αυτός που έχει ετοιμότητα πνεύματος9. τολμηρός, θαρραλέος10. απελπισμένος, μανιώδης, παράφορος11.0 αφιερωμένος στη μνήμη κάποιου12. το θηλ. ως ουσ. ἡ παραστατικήη παραστάδα13. το ουδ. ως ουσ. τὸ παραστατικόνμνήμα, τάφος.επίρρ...παραστατικώς και -ά / παραστατικῶς, ΝΑνεοελλ.με τρόπο παραστατικό, με ζωηρή περιγραφή, με παραστατικότητααρχ.με πολύ μεγάλη τόλμη και θάρρος.
Dictionary of Greek. 2013.